ἀμυνάθω — ἀμῡνάθω , ἀμυνάθω defend aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυνάθετε — ἀμῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor imperat act 2nd pl ἀ̱μῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀμῡνάθετε , ἀμυνάθω defend aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠμύναθον — ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθω defend aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθω defend aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
ἀμυναθεῖν — ἀμῡναθεῖν , ἀμυνάθω defend aor inf act (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυναθοῦ — ἀμῡναθοῦ , ἀμυνάθω defend aor imperat mid 2nd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)